- ηρανθές
- (-ούς) τό примула
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηρανθές ή πρίμουλα — (primula). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών, με 300 είδη. Είναι πολυετείς πόες με παχύ ρίζωμα, φύλλα παράρριζα, ακέραια και ο βλαστός τους, που είναι κατακόρυφος και χωρίς φύλλα, καταλήγει σε άνθη με ωραίους χρωματισμούς. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
δρακάκι — το βοτ. το φυτό ηρανθές το άκαυλον, αλλιώς Παναγίτσα … Dictionary of Greek